25 Νοεμβρίου 2011

Πράσινοι και κόκκινοι, «λιοντάρια» και «ποντίκια»



Οι ­ πρώην ενωμένοι ­ συνδικαλιστές του ΟΑΣΑ και οι καμπάνες της επερχόμενης διάσπασης Πράσινοι και κόκκινοι, «λιοντάρια» και «ποντίκια» Ο αξέχαστος κ. Κολλάς και ο αλησμόνητος κ. Σταμούλος Ο ΚΥΡΙΟΣ απέναντί μου κυλάει λίγο πίσω στην πολυθρόνα του. Ενώνει τις άκρες των δαχτύλων στο ύψος του στήθους. Χαμογελά. «Μμμμ… Καλή ερώτηση!» κάνει. Φράση – ασπίδα: αποκρούει τα

ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ 24 Νοεμβρίου 2008,

Ο ΚΥΡΙΟΣ απέναντί μου κυλάει λίγο πίσω στην πολυθρόνα του. Ενώνει τις άκρες των δαχτύλων στο ύψος του στήθους. Χαμογελά. «Μμμμ… Καλή ερώτηση!» κάνει. Φράση – ασπίδα: αποκρούει τα βέλη και του πιο κακόπιστου δημοσιογράφου ­ νιώθεις τιμημένος και έτσι η απάντηση στην «καλή σου ερώτηση» τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Θα μπορούσε να είναι η πρώτη συμβουλή σε κάθε οδηγό πολιτικής επικοινωνίας αλλά το ερωτηματικό στο ύφος μου πρέπει να είναι εμφανές. Γιατί το «καλή ερώτηση» ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω από τα χείλη που τώρα χαμογελούν συγκαταβατικά στη δική μου έκπληξη.

Βλέπετε, ο κύριος απέναντί μου είναι το ήμισυ των… «Σταμουλοκολλάδων». Ανδρέας Κολλάς, πρόεδρος του συνδικάτου εργαζομένων της ΕΘΕΛ. Θυμάστε; Ιδιωτικοποίηση της ΕΑΣ το 1992: ένας αναμαλλιασμένος, παχουλός πενηντάρης, οργισμένος σαν επαναστατημένος δεκαεξάρης, πάντα μπρος στην πορεία με τη γροθιά του ψηλά να ανεμίζει. Να ουρλιάζει κάθε βράδυ στα κανάλια και ο σταυρός στο ανοιχτό πουκάμισο να τινάζεται με κάθε «μπαμ!» της παλάμης στο τραπέζι. Οι «απολυμένοι της πρώην ΕΑΣ» να τον κοιτούν σαν Θεό· οι οδηγοί του νεοσυσταθέντος ΣΕΠ σαν δαίμονα ­ ανά πάσα στιγμή να κινδυνεύουν να βρεθούν στο πιο εξευτελιστικό καρέ των τηλεοπτικών χρονικών της Ελλάδας: στη μέση της πλατείας Ομονοίας με αδαμιαία περιβολή ­ τα ρούχα τους προ πολλού να απολαμβάνουν τιμές… λαβάρου στα χέρια της διαδήλωσης.

Τότε ήταν ο κ. Κολλάς αχώριστος από το έτερόν του ήμισυ, τον γενικό γραμματέα του συνδικάτου Χρήστο Σταμούλο: οι δυο τους κάθιδροι και αεικίνητοι, πανταχού παρόντες και… τους πάντες ανασκολοπίζοντες.

Και όμως πώς τα φέρνει ο καιρός… Τώρα ο ίδιος κ. Κολλάς έφθασε να… σπάσει την απεργία της ΓΣΕΕ! Το πρωί της περασμένης Πέμπτης και εν όψει της τρίωρης στάσης εργασίας της ΓΣΕΕ και των Εργατικών Κέντρων Αθήνας και Πειραιά, κάποιος δημοσιογράφος είχε τη φαεινή ιδέα να τον ρωτήσει: «Πώς βλέπετε τη σημερινή στάση;». Απάντηση; «Ποια στάση; Εμείς δε θα συμμετέχουμε!». Στήλη άλατος ο δημοσιογράφος! «Μα… Πώς;». «Εμείς δεν συνεδριάσαμε για να αποφασίσουμε στάση εργασίας!». Εν ολίγοις ο κ. Κολλάς δεν είχε σκοπό ούτε καν να ανακοινώσει πως η ΕΘΕΛ δεν θα συμμετάσχει στη στάση. Απλά έτυχε να ερωτηθεί και… εκστόμισε το μαργαριτάρι! Τι ακολούθησε; Κομφούζιο! «Απεργοσπάστη!» φώναζαν οι μεν, «ρήγμα στηνΠΑΣΚΕ!» κατήγγελλαν οι δε ­ ως και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλος αρχικά ψέλλισε πως «θα πρόκειται για λάθος…» ­, μόνο που ο κ. Κολλάς επέμεινε. Οχι μόνο δεν επρόκειτο περί λάθους αλλά ήταν και «κίνηση καλήςθέλησης έναντι της κυβέρνησης» ­ σαν να λέμε μια κοινωνική προσφορά του κ. Κολλά!

Εκείνου που όλη την προηγούμενη εβδομάδα έτρεχε να «μαζέψει» τους εργαζόμενους στην ΕΘΕΛ, μη και ξεσηκωθούν κατά της κυβέρνησης. Εκείνου που στο δικό μου «ο κ. Σημίτης με τον κ. Πρωτόπαπα σας κρατούν πίσω με το θέμα του ΟΑΣΑ για να περάσουν πρώτα το κύμα της Ολυμπιακής και ύστερα να πιάσουν εσάς» έχει μόνο να πει «καλή ερώτηση…». Εκείνου που τελικώς φαίνεται να πείθεται στο γνωστό «αρχίστε (και… τελειώστε!) την επανάσταση χωρίς εμένα».

Οταν οι καιροί αλλάζουν, παρασύρουν μαζί τους και τις θέσεις των ανθρώπων. Ο πρώτος νόμος που πέρασε η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ άμα τη αφίξει της στην εξουσία ήταν για την επανακρατικοποίηση της ΕΑΣ. Μαζί «πέρασε» και τη γραμμή της στη συνείδηση των συνδικαλιστών ­ υπήρχαν πια «χρωστούμενα» που θα αποπληρώνονταν εν ευθέτω χρόνω. Και μπορεί ο κ. Στέφανος Μάνοςστα τέλη του Ιουνίου του 1996 να προφήτευε δύσκολες ημέρες για τον νέο πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Σημίτη καθώς «οι συνδικαλιστές του ΠαΣοΚ τον βοήθησαν να γίνει πρόεδρος, συνεπώς εξαρτάται πλέον απ’ αυτούς, και αυτοί ακριβώς δεν θα τον αφήσουν να κάνει τίποτε», αλλά η αλήθεια στην περίπτωση του ΕΑΣ ήταν ότι επρόκειτο μάλλον για… παζάρι εν εξελίξει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε τα λεωφορεία πάλι κρατικά, άρα οι συνδικαλιστές χρωστούσαν στο ΠαΣοΚ. Ο κ. Κολλάς δεν το αρνείται. «Σε αντάλλαγμα», λέει, «σε ό,τι μας ζητήθηκε να βοηθήσουμε από το 1994 και μετά προσφερθήκαμε με το 100% των δυνάμεών μας. Βέβαια αποτελέσματα δεν είχαμε αλλάτουλάχιστον έχουμε τη συνείδησή μας καθαρή. Και άλλωστε εγώ ποτέ δεν έκρυψα ότι ανήκω στο ΠαΣοΚ. Ούτε ότι στήριζα, στηρίζω και θα συνεχίσω να στηρίζω τον πρόεδρο Σημίτη. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι, αν πάει η κυβέρνηση να θίξει τα κεκτημένα μας, δεν θα αντιδράσω».

Είναι και αυτός ένας τρόπος να τεθεί το θέμα. Υπάρχει βεβαίως και ο άλλος: εκείνος που υιοθετούν πολλοί εξ αυτών που γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις. Στο συνέδριο του ΠαΣοΚ η ομάδα Κολλά είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να επικρατήσει ο κ. Σημίτης του κ. Ακη Τσοχατζόπουλου. Οταν κάποιοι εκ των υποστηρικτών του Ακη προέβησαν σε… γιουχάισμα του νυν Πρωθυπουργού, εκείνοι ήταν που τους… έβαλαν πάγο με στυλ αντίστοιχο εκείνου που είχαν υιοθετήσει κατά την πολυσχιδή δραστηριότητά τους στους αθηναϊκούς δρόμους μεταξύ 1991 και 1993. Βεβαίως, μετά τη στήριξη που προσέφεραν αφειδώς οι συνδικαλιστές, επεζήτησαν και εκείνοι τις αντίστοιχες απολαβές. Ας πούμε, η «γραμμή» που δόθηκε στους συνέδρους ήταν να ψηφίσουν Κολλά για την Κεντρική Επιτροπή, μόνο που τελικώς από λάθος ο τελευταίος έμεινε εκτός νυμφώνος: βγήκε αναπληρωματικός. Ανθρωποι που τον γνωρίζουν λένε ότι εκεί οφείλονται τα… ρήγματα που ανιχνεύθηκαν αίφνης στις σχέσεις του με τον κ. Σημίτη.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γκρεμίστηκε και το οικοδόμημα εμπιστοσύνης που με τόσο κόπο είχε στηθεί μεταξύ των δύο πλευρών. Διότι ο μεν κ. Σημίτης χρειάζεται τώρα περισσότερο από ποτέ ερείσματα στους συνδικαλιστές, ο δε κ. Κολλάς, φιλοσημιτικός γαρ, έχει την ευκαιρία να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Από τη μία πλευρά, το ωφέλιμο: στήριξη του ΠαΣοΚ ακόμη και στις δύσκολες εποχές που έρχονται για τον ΟΑΣΑ, καθ’ ότι «αυτήν την εποχή η κυβέρνηση παίζει και εκτός ιδεολογίας της, έχει κληθεί να υλοποιήσει αποφάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου, να εντάξει τη χώρα στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Εκεί πρέπει να δώσουμε όλοι τη μάχη. Θα μου πείτε:Τι θα κερδίσουμε; Ε, εμείς ως εργαζόμενοι δεν θα κερδίσουμε και πολλά πράγματα. Θα κερδίσει η χώρα, που θα ενταχθεί στο ευρώ, το οποίο βεβαίως δεν θα μας δώσει να φάμε. Και ως τότε θα το έχουμε σφίξει για καλά το ζωνάρι… Τέλος πάντων, εγώ τη στηρίζω αυτήν την προσπάθεια. Και γι’ αυτό θα την πάω μέχρι τέρμα». Και από την άλλη, το τερπνόν: όπως λέει ο ίδιος, «για να μιλήσουμε καθαρά και να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, σε όποιον προταθεί να γίνει υποψήφιος βουλευτής δεν λέει όχι. Για μένα, αν μου το προτείνουν, θα είναι μεγάλη τιμή. Να ξεκαθαρίσω βεβαίως ότι όλα αυτά δεν τα κάνω για να πάρω το χρίσμα του βουλευτή».

Πάντως, όπως λένε οι γνωρίζοντες την κατάσταση, για το πέρασμα από τον συνδικαλισμό στην αντίπερα όχθη (βλ. Κοινοβούλιο) ο κ. Κολλάς καλύτερη… βάρκα από τη στήριξη του κ. Σημίτη στους σημερινούς, χαλεπούς καιρούς των ιδιωτικοποιήσεων δεν θα μπορούσε να βρει. Πρόκειται λοιπόν για μία ακόμη περίπτωση α λα Λάμπρος Κανελλόπουλος ή Χρήστος Πρωτόπαπας (με τον οποίο λέγεται παρεμπιπτόντως ότι ο κ. Κολλάς διατηρεί άριστες σχέσεις και πίνει καφέ μαζί του ακόμη και τις ημέρες των απεργιακών κινητοποιήσεων!); «Αυτοί είναι σύντροφοι!» λέει για τους δύο τέως προέδρους της ΓΣΕΕ ο κ. Κολλάς. «Εχουν οπλιστεί από τη θητεία τους στο πόστο του προέδρου καιπροσπαθούν να βοηθήσουν τους εργαζομένους να προτείνουν στο ελληνικόΚοινοβούλιο θέσεις που μπορούν χωρίς κοινωνικούς κραδασμούς να«περάσουν τον κάβο»». Το αντεπιχείρημα, κλασικό: «Αλλοι λένε ότι ξεπουλάνετους εργάτες για να μπουν στη Βουλή». «Δεν είναι έτσι. Οι συνδικαλιστές,όταν είναι μέσα στο Κοινοβούλιο, ανεξαρτήτως απόχρωσης, παρεμβαίνουν υπέρ των εργαζομένων. Και μόνο αν είσαι μικρόψυχος και ζηλιάρης, δεν το βλέπεις αυτό». «Αλλά οι προτεραιότητες αλλάζουν όταν είσαι βουλευτής…». «Ε, εντάξει… Ενας βουλευτής δεν μπορεί ξαφνικά να κάνει απεργίες. Ούτε μπορεί στα καλά του καθουμένου να πάρει την ντουντούκα και να βγει στον δρόμο. Και εγώ, αν αναλάβω κομματική καρέκλα, τότε ως προτεραιότητα θαθέσω το κόμμα». Και όσο για τους εργαζομένους… ισχύει το γνωστό «μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».

Ισως αν δεν υπήρχε ο κ. Σταμούλος ως μέτρο σύγκρισης η αναδίπλωση του κ. Κολλά να μη φαινόταν τόσο κραυγαλέα. Αλλά ο πάλαι ποτέ συναγωνιστής του είναι εκεί, στην ΕΘΕΛ, και αν δεν είναι πια γραμματέας του συνδικάτου εργαζομένων, παραμένει μαχόμενος και… λάβρος κατά πάντων. Στα μισόλογα περί κινητοποιήσεων που ακούει συνεχίζει να χτυπάει τη γροθιά στο τραπέζι. «Τικινητοποιήσεις; Ποιος κινητοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια και δεν τον είδα;Εδώ δεν μιλάμε για ένα δελτίο Τύπου και μια διαμαρτυρία του στυλ «απ’ τη μια πλευρά τα κοστούμια, απ’ την άλλη οι οργανωμένοι, κάποιοι από κάτω να φωνάζουν και στο τέλος κλείνουμε τα πανό και φεύγουμε». Εδώ μιλάμε να…σπάσεις αβγά να φας ομελέτα! Δεν μπορείς να κάνεις το λιοντάρι επί Νέας Δημοκρατίας και τον ποντικό επί ΠαΣοΚ!». Και μη νομίζετε ότι στρέφεται προσωπικά κατά του κ. Κολλά. Κάθε άλλο. Στην πραγματικότητα, αποφεύγει να πει ακόμη και το όνομά του. Ισως για χάρη των παλιών, καλών καιρών…

Παράδοξο, μα όταν ο κ. Κολλάς και ο κ. Σταμούλος μιλούν για «τότε», είναι σαν να ακούς τον ίδιο άνθρωπο. Ο Μητσοτάκης, που «μας ξεπούλησε», κατά τον κ. Σταμούλο, και «έβλεπε τους ανθρώπους σαν… αφαιρετική έννοια», κατά τον κ. Κολλά. Ηταν η εποχή της δόξας και της σηκωμένης γροθιάς· τότε που η Αστυνομία εισέβαλλε στα σπίτια τους και τους έσερνε στο τμήμα με την πιζάμα ­ τρεις φορές το έπαθε αυτό ο κ. Κολλάς. Τόσες όσοι και οι νευρικοί κλονισμοί της γυναίκας του που έβλεπε να τον παίρνουν σηκωτό. Ηταν τότε τα διαλυμένα αμαξοστάσια και τα σπασμένα παρμπρίζ των λεωφορείων που κανένας ποτέ δεν έμαθε ποιοι τα είχαν βάλει στο μάτι (οι της ΣΕΠ τα έριχναν στους οδηγούς της ΕΑΣ και τούμπαλιν…). Ηταν το συλλαλητήριο του Αυγούστου του 1992, η πύρινη νύχτα με τα ΜΑΤ στον Βοτανικό, τα σακιά με γράμματα που λάμβανε από θαυμάστριες ο Χρ. Σταμούλος και πάνω από όλα: το… στριπτίζ της οδού Σωκράτους! Εκείνες οι απείρου κάλλους εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων, στις οποίες διάφοροι οδηγοί λεωφορείων επεδείκνυαν θέλοντας και μη τα γυμνά τους κάλλη στον φακό των φωτορεπόρτερ.

Δεκατρείς οδηγοί της ΕΑΣ υπέστησαν τον απόλυτο εξευτελισμό εκείνο το πρωινό της 9ης Σεπτεμβρίου 1992. Το… έγκλημά τους; Πήγαν να πάρουν κάποια χαρτιά από την Εισαγγελία για να καταθέσουν τα δικαιολογητικά απόκτησης άδειας λεωφορείου. Με το που περνούσαν μπροστά από το Εφετείο της οδού Σωκράτους έπεφτε επάνω τους το… σμήνος των συναδέλφων τους. Πρώτα τους ξυλοκοπούσαν, μετά τους έφτυναν και στο τέλος τους… έγδυναν και τους παρατούσαν γυμνούς εν μέσω της πλατείας Ομονοίας. Ωσπου οι αστυνομικοί του δίπλα τμήματος να βρουν και να φέρουν σεντόνια (οπότε οι οδηγοί αποκτούσαν λουκ… στωικού φιλοσόφου!), οι άνθρωποι είχαν υποστεί τα πάνδεινα. Περαστικοί τούς έδειχναν και γελούσαν, φωτογράφοι τους απαθανάτιζαν, παιδάκια τούς κορόιδευαν ­ αφήστε που για προφανείς λόγους το προσωνύμιο «Κολλάδες» τούς κόλλησε έκτοτε… Και όσο για την τιμωρία των ξεγυμνωτών… δεν ήλθε ποτέ. Κάποιοι «ύποπτοι ξεγυμνώματος» προσήχθησαν στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα, όπου, όταν τα ­ ντυμένα πλέον ­ θύματά τους τούς αναγνώρισαν, διημήφθεισαν απολαυστικοί διάλογοι: «Εγώ είμαι φίλος καισυνάδελφός σου οκτώ χρόνια. Είναι δυνατόν να σε έγδυσα; Οχι, πες μου, ρε Κώστα, σε βάρεσα;». «Μ’ έσπρωξες…». «Εγώ, ρε; Εγώ πήγα να σε… σώσω,ρε!».

Οπως και να έχουν τα πράγματα, στο δικαστήριο άπαντες οι κατηγορούμενοι ως διαπομπευτές αθωώθηκαν… Και σύμφωνα με τον κ. Κολλά, «αυτοί που έγδυσαν τους ανθρώπους δεν ήταν εργαζόμενοι της ΕΑΣ. Εγώ τους είδα ­ είχα συνάντηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου εκείνη τη μέρα και με κάλεσαν άρονάρον όταν ξεκίνησαν τα επεισόδια. Πήγα τρέχοντας και τους είδα: δεν ήταν απ’ τους δικούς μας. Οι συνάδελφοί μας ήλθαν να σώσουν την κατάσταση όταν μαθεύτηκε το περιστατικό στόμα με στόμα. Και επειδή τους ήξεραν, τα έριξαν όλα επάνω τους και τους μήνυσαν». Οσο για την άποψη του κ. Σταμούλου… είναι μάλλον πιο ριζοσπαστική: «Ελεος! Τα ξεβρακώματα πριν από έξι χρόνια σάς μάραναν; Και τι έγινε, δηλαδή; Εδώ εμάς μάς έχουν ξεβρακώσει συνολικά!».

Μετά το 1994 οι δρόμοι τους χώρισαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που διχάστηκαν οι απόψεις τους. Και ας ήταν ως τότε οι ζωές τους παρόμοιες, σαν τα λόγια τους στις επαναστατικές εξέδρες των αγώνων της ΕΑΣ. Ο Ανδρέας Κολλάς μεγάλωσε στον Πειραιά, εκεί όπου τώρα είναι δημοτικός σύμβουλος. Γιος πρόσφυγα ­ οι γονείς του, όπως λέει, ανήκαν στην κατηγορία εκείνη των Ελλήνων που… μείωσαν την ανεργία στην Ελλάδα! Ο πατέρας του έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 για τη Γερμανία ­ δεν έφθανε το μεροκάματο από την κρεαταγορά για να θρέψει την οικογένεια. Ξενιτεύτηκε. Και έτσι από τον Πειραιά κάτι εικόνες σκόρπιες μονάχα τού έμειναν: οι παράγκες της Δραπετσώνας· η λάσπη στα χέρια από τους βόλους· τα «γιαλένια», που όποιος τα είχε ήταν πλούσιος… Και ύστερα, Γερμανία. Δεκαέξι χρόνων τον πήγαινε ο πατέρας του στο καφενείο του Φίλιππα, στο Κρέφελ. «Εποχές ΠΑΚ τότε…Θυμάμαι ότι ερχόταν τακτικά ο Ακης ο Τσοχατζόπουλος και ενημέρωνε. Είχεπεράσει και ο Κώστας ο Σημίτης μια φορά… Εγώ ήμουν μικρός βέβαια. Τι νακαταλάβω;».

Και από την άλλη, ο Χρήστος ο Σταμούλος. Ο μικρός μιας οικογένειας «από ταγεννοφάσκια της αριστερής. Καταγωγή από την Ικαρία και… πατέρας, θειός,συγγενείς, όλοι κόκκινοι!». Μεγάλωσε στο Χαλάνδρι, «τον καιρό που υπήρχαναλεπούδες και κότες ­ γιατί τώρα… μας έφαγαν οι πλούσιοι!». Οι βίοι τους έγιναν παράλληλοι από το ’80 και μετά: με το που μπήκαν στην ΕΑΣ. «Γιατί έγινα συνδικαλιστής; Γιατί τότε μας κάνανε όλα αυτά που λέει πως θα κάνει τώρα ο Σημίτης!». Ο κ. Σταμούλος δεν ξεχνά. «Εννιάωρα χωρίς διάλειμμα, 12 ημέρες άδεια τον χρόνο, σύνταξη στα 65 και μισθός 12.245 δραχμές. Οι παλιοί ξέρουμε, τα ζήσαμε στο πετσί μας… Οι νέοι, που ήρθαν μετά το 1985 – 1986,τι να μας πουν;».

«Θα θέλατε να είστε τώρα γενικός γραμματέας του συνδικάτου;» τον ρωτάω. «Με τέτοια πολιτική γραμματέας εγώ δεν μπαίνω! Μη σκάτε, όμως: και γραμματέας να μην είμαι, εγώ ξέρω να παλεύω. Γιατί η θέση του καθένα, το τι κάνει και το τι αξίζει εξαρτώνται από το μέσα του. Οχι μόνο από τα πολιτικά του πιστεύω. Είναι ζήτημα μπέσας. Και το 1992, μη νομίζετε, άλλοι τα πίστευαν αυτά που κάναμε, άλλοι είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τις πολιτικές σκοπιμότητες. Και τώρα βλέπω μερικούς, αντί να παλεύουν, να πηγαίνουν στα ινστιτούτα και να φτιάχνονται για να φαίνονται ωραίοι στον φακό. Εγώ γιατί να το κάνω; Εγώ είμαι εντάξει όπως με γέννησε η μάνα μου.Γιατί να αλλάξω;».

Και έτσι κάπως από τους «Σταμουλοκολλάδες», όπως αρεσκόταν να αποκαλεί τους εργαζομένους στην πρώην ΕΑΣ ο κ. Μητσοτάκης, έμειναν μόνο οι «Κολλάδες». Κι ας λέει ο κ. Κολλάς «εμένα το «Σταμουλοκολλάδες» ποτέ δεν με πείραξε. Ας περάσαμε μ’ αυτό από επιθεωρήσεις και συζητήσεις κι εφημερίδες…». Ο κ. Σταμούλος τα βλέπει αλλιώς τα πράγματα: «Εγώ… ευτυχώς έμεινα απ’ έξω! Διότι άλλο οι «Σταμουλοκολλάδες» κι άλλο οι «Κολλάδες».Βλέπετε, και ηχητικά διαφέρουν. Το ένα είναι σαν παλιό αρχοντικό ρεμπέτικο,το άλλο είναι… μπανάλ, τύπου Πανταζή». Το ένα ήταν τότε, μπρος στο φάσμα της ανεργίας, το άλλο είναι τώρα, μπρος στις πύλες της Βουλής. Αλλωστε ο κ. Κολλάς το παραδέχεται, το λέει: «Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η εποχή της τραγιάσκας και της σηκωμένης γροθιάς έχει τελειώσει». Και αν όχι για όλους, για τον κ. Κολλά σίγουρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: